τρίεδρος

τρίεδρος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει τρεις έδρες, αυτός που σχηματίζεται από τρία επίπεδα («τρίεδρη γωνία»)
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίεδρο
μαθημ. σχήμα που ορίζεται από τρία τεμνόμενα επίπεδα σε ένα σημείο Ο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -εδρος (< έδρα), πρβλ. εξά-εδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρίεδρος, -η — ο αυτός που έχει τρεις έδρες, που σχηματίζεται από τρία επίπεδα: Τρίεδρη γωνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”